κλούβιος, -ια, -ιο — 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει μπαγιάτικος, χαλασμένος: Μαζί με τα καλά πουλάει και κλούβια αβγά. 2. φρ., «κλούβιο μυαλό», ηλίθιος, βλάκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κλούβιος Ρούφος — (Cluvius Rufus, 1ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και ιστορικός της εποχής του Νέρωνα. Διετέλεσε ύπατος, και για κάποιο διάστημα διοικητής της Ισπανίας. Έγραψε ιστορία από την εποχή του Καλιγούλα μέχρι τον θάνατο του Νέρωνα (37 68 μ.Χ.) … Dictionary of Greek
κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
Зеи, Алки — Алки Зеи греч. Άλκη Ζέη, Афины 1925) современная греческая детская писательница. Биография Алки Зеи родилась в Афинах в 1925 году. Её отец был родом с острова Крит, мать родом с острова Самос.Зеи прожила свои детские годы на… … Википедия
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
κυνόσουρος — κυνόσουρος, ον (Α) (για αβγά) χαλασμένος, κλούβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. τού κύων) + οὔριος (για αβγό) «χαλασμένο»] … Dictionary of Greek
κλουβιάζω — και κλουβιαίνω κλούβιασα και κλούβιανα, κλουβιασμένος 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει γίνομαι κλούβιος, μπαγιατίζω, χαλνώ: Κλούβιασαν τ αβγά. 2. κάνω κάτι να γίνει κλούβιο: Του κλούβιανε το μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)